- λεττονικός
- η , ό[ν] латвийский, латышский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεττονικός — ή, ό βλ. λετονικός … Dictionary of Greek
λετονικός — και λεττονικός ή, ό [Λετ(τ)ονός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λετονία ή στους Λετονούς ή προέρχεται από τη Λετονία … Dictionary of Greek